θρησκοπάθεια
Смотреть что такое "θρησκοπάθεια" в других словарях:
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek